τρομώδεις

τρομώδεις
τρομώδης
trembling
masc/fem acc pl
τρομώδης
trembling
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • συγκλονώ — συγκλονῶ, έω, ΝΑ κλονίζω, σείω συθέμελα, συνταράσσω (α. «ισχυρός σεισμός συγκλόνησε την πόλη» β. «οἷον ἀπὸ πελάγευς συγκλονέουσα νέας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. μτφ. καταθορυβώ, συγκλονίζω αρχ. 1. επιφέρω σύγχυση, προξενώ ταραχή σε συνωθούμενο πλήθος… …   Dictionary of Greek

  • τρακ — το, Ν άκλ. ψυχική σύγχυση που συνοδεύεται από τρομώδεις κινήσεις και από την οποία καταλαμβάνεται κανείς όταν πρόκειται να παρουσιαστεί μπροστά σε πολυπληθές ακροατήριο ή όταν πρόκειται να περάσει μια ψυχική ή σωματική δοκιμασία ή, τέλος, όταν… …   Dictionary of Greek

  • τρεμογράφος — ο, Ν όργανο με το οποίο μετρούνται οι τρομώδεις κινήσεις τού χεριού κατά την κατάσταση τού τρόμου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”